ἐναποτίθενται

ἐναποτίθενται
ἐν-ἀποτίθημι
put away
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • ξυλώνας — ο (Α ξυλών, ῶνος) τόπος όπου εναποτίθενται ξύλα, αποθήκη ξύλων, ξυλαποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μηλ ών, νεκρ ών)] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμόλιθοι — οι τα σώματα που αποτελούνται από άλατα ασβεστίου και φωσφόρου και τα οποία σχηματίζονται και εναποτίθενται μέσα στους χιτώνες τού βολβού τού οφθαλμού …   Dictionary of Greek

  • σκουπιδοτενεκές — ο, Ν ειδικό δοχείο στο οποίο εναποτίθενται τα σκουπίδια τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + τενεκές] …   Dictionary of Greek

  • αιολική διάβρωση — Η διαβρωτική ενέργεια που αναπτύσσουν οι άνεμοι κατά την κίνησή τους πάνω στην επιφάνεια της Γης, τροποποιώντας έτσι την εξωτερική μορφή των διάφορων εμφανίσεων των πετρωμάτων, κυρίως στις ερημικές θερμές περιοχές και σε μικρότερη κλίμακα σε… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • κοτίδες — (cottidae). Μεγάλη οικογένεια ακτινοπτερύγιων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει συνολικά 70 γένη και περίπου 300 είδη. Τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι το μεγάλο κεφάλι, το γυμνό σώμα με την παρουσία αγκαθιών και τα μεγάλα θωρακικά πτερύγια. Συνήθως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”